δημοσυντήρητος

δημοσυντήρητος
η , ο [ος , ον ] содержащийся на средства дима, общины

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δημοσυντήρητος" в других словарях:

  • δημοσυντήρητος — η, ο (για ιδρύματα κοινής ωφέλειας) αυτός που συντηρείται από τον δήμο ή από το δημόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • δημοσυντήρητος — η, ο αυτός που συντηρείται από το δήμο: Υπάρχουν πολλές δημοσυντήρητες επιχειρήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»